ξεδίψασμα

ξεδίψασμα
το утоление жажды

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξεδίψασμα" в других словарях:

  • ξεδίψασμα — το το αποτέλεσμα τού ξεδιψώ, η παύση τού αισθήματος τής δίψας («να ξέρω πως ευφραίνει σε μια σκέψη σαν ξεδίψασμα», Παλαμ.) …   Dictionary of Greek

  • ξεδίψασμα — το, ατος απαλλαγή από τη δίψα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δροσισμός — ο (AM δροσισμός) ελαφρά ύγρανση, δροσιά μσν. νεοελλ. 1. το ξεδίψασμα 2. ανακούφιση, ευχαρίστηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»